μονόδρομος

μονόδρομος
ο
δρόμος στον οποίο επιτρέπεται η κίνηση αυτοκινήτων προς τη μία μόνο κατεύθυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται για την κίνηση οχημάτων προς μια μόνο κατεύθυνση: Ο τροχονόμος τού έκοψε κλήση για παράβαση σε μονόδρομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сравнение дорожных знаков Европы — Образец швейцарского знака около Лугано Несмотря на очевидное единообразие, в европейских дорожных знаках существуют значительные отличия. Однако, большинство европейских стран приняли Венскую конвенцию о д …   Википедия

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοδρομώ — έω [μονόδρομος] καθιστώ μονόδρομο έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης …   Dictionary of Greek

  • παραλιακός — ή, ό παραθαλάσσιος, παράλιος: Η παραλιακή λεωφόρος έγινε μονόδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”